- περιφερόμενοι
- περιφέρωcarry roundpres part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
върѣваѥмыи — (1*) прич. страд. наст. Ввергаемый: ти льстѩтьсѩ ˫ако ѡвцѣ прелыцены˫а. и врѣваѥмы˫а въ пропасть. и въ глубины своѥго сластолюбь˫а ради. (περιφερόμενοι) ФСт XIV, 82б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κλυδωνίζομαι — (AM κλυδωνίζομαι) [κλύδων] 1. συνταράσσομαι από μεγάλη φουρτούνα, παλεύω με τα κύματα («το πλοίο κλυδωνιζόταν πολλές ώρες και κινδύνευσε να βυθιστεί») 2. μτφ. συνταράσσομαι ή ταλαιπωρούμαι όπως σε θαλασσοταραχή, βρίσκομαι σε ταραχώδη ή ασταθή… … Dictionary of Greek